Συμπληρώθηκαν 62 χρόνια από το τέλος του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα
του Σπύρου Κουζινόπουλου
Αργότερα, τον Ιούλιο του 1948, ξαναέγινε άλλη μία επιδρομή ανταρτών κατά της Θεσσαλονίκης, χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα κι αυτή, ως αντιπερισπασμός στις μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του στρατού στο Γράμμο.
Η τελευταία πράξη του δράματος
Η συμφωνία της Βάρκιζας
Εξήντα δύο χρόνια, συμπληρώνονται από τον τερματισμό του εμφυλίου πολέμου, ο οποίος στα τρία περίπου χρόνια που διήρκεσε (1946-1949), βύθισε τη χώρα στο θάνατο, στο αίμα, στον πόνο, στη δυστυχία, αλλά και στον όλεθρο και την οικονομική καταστροφή, σπέρνοντας παράλληλα τον εθνικό διχασμό και χωρίζοντας τους έλληνες σε δύο βαθειά μισούμενες παρατάξεις.
Χρειάστηκε να ζήσει η χώρα μία στυγνή επτάχρονη δικτατορία (1967-1974), από την οποία δοκιμάστηκαν όλες οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου, για να ξεπεραστεί εκείνη η γραμμή του αίματος και του διαχωρισμού των πολιτών σε «εθνικόφρονες» και «ανθέλληνες».
Όμως τις οικονομικές συνέπειες που προκάλεσε εκείνος ο εμφύλιος σπαραγμός, τις πληρώνει ακόμη ο ελληνισμός. Και η φοβερή οικονομική κρίση την οποία διανύουμε, έχει εν μέρει τις ρίζες της σε εκείνη τη μαύρη περίοδο της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας, κατά την οποία σπαταλήθηκαν ποταμοί χρήματος αλλά και ανθρώπινων ζωών.
Τα διδάγματα του Εμφυλίου Πολέμου
Τη νύχτα της 29ης προς 30 Αυγούστου 1949, με την πτώση και του υψώματος Κάμενικ στο Γράμμο, τελειώνει ουσιαστικά ο εμφύλιος πόλεμος, ο οποίος κόστισε στην Ελλάδα τεράστιες απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό, ανυπολόγιστες καταστροφές και οικονομική καθίζηση. Συνέπειες τις οποίες ακόμη δυστυχώς εξακολουθεί να πληρώνει η χώρα, μισό ακριβώς αιώνα από τον τερματισμό του αδελφοκτόνου αλληλοσπαραγμού.
Αναφερόμαστε στην τραγική αυτή επέτειο, με το αφιέρωμα που παρουσιάζουμε στη συνέχεια, όχι γιατί ενδεχομένως θέλουμε να ξύσουμε πληγές, ή να ανασκαλέψουμε τις φριχτές μνήμες του εμφυλίου που πολλοί ακόμη συμπατριώτες μας διατηρούν. Αλλά διότι πιστεύουμε ακράδαντα ότι πρέπει να διδασκόμαστε από τα λάθη του παρελθόντος, προκειμένου να μην τα επαναλαμβάνουμε στο μέλλον. Και ολόκληρος ο εμφύλιος πόλεμος, ήταν δυστυχώς ένα ατέλειωτο κομπολόϊ λαθών, που διαπράχθηκαν από όλες τις πολιτικές παρατάξεις, με συνέπεια να φτάσουμε στην ένοπλη εμφύλια αναμέτρηση.
Σίγουρα θα ήταν διαφορετική σήμερα η κατάσταση της χώρας, αν δεν μεσολαβούσε ο απαίσιος αυτός πόλεμος. Άλλες θα ήταν οι εξελίξεις, καλύτερη η οικονομική κατάσταση των Ελλήνων αλλά και σε υψηλότερα επίπεδα η θέση μας στη διεθνή σκηνή.
Συρροή λαθών
Ας μην ψάξουμε να βρούμε ποιος έφταιξε για εκείνο τον αλληλοσπαραγμό. Γιατί πιστεύουμε, ότι το φταίξιμο δεν ήταν μόνο μιας παράταξης, αλλά υπήρξε συρροή λαθών και παγίδων στις οποίες έσπρωξαν τη χώρα οι υψηλοί μας «προστάτες». Γιατί η απρόκλητη επίθεση των Άγγλων κατά του λαού της Αθήνας, το Δεκέμβριο του 1944, που οδήγησε στα γνωστά «Δεκεμβριανά», ήταν ίσως η απαρχή του εμφυλίου, άσχετα εάν αυτός εκδηλώθηκε 15 μήνες αργότερα, με την επίθεση κατά του αστυνομικού σταθμού στο Λιτόχωρο. Ενώ υπήρξαν και εκείνοι, που παραφουσκώνοντας κάποιες δυνάμεις με όνειρα και ελπίδες, τις εγκατέλειψαν στη συνέχεια αβοήθητες.
Ο πρώην Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ Γρηγόρης Φαράκος δήλωνε ότι «είναι δύσκολο και δεν έχει νόημα να απαντήσει κανείς αν ο εμφύλιος πόλεμος μπορούσε να αποφευχθεί», προσθέτοντας: «Ένα είναι βέβαιο, έπρεπε με κάθε θυσία να αποφευχθεί».
Ο Γρ. Φαράκος σημείωνε με έμφαση ότι η κατάληψη της εξουσίας με ένοπλο αγώνα, ούτε σωστή, ούτε δυνατή ήταν, προσθέτοντας ότι «η δημοκρατική εξέλιξη, που γενικά τη διακήρυσσε η ηγεσία του κινήματος, έπρεπε να θεωρείται ως η μοναδική, μόνιμη κατεύθυνση».
O Πάνος Δημητρίου, από τα ιστορικά στελέχη του ΚΚΕ, θεωρεί ότι με την στάση της, από τα Δεκεμβριανά και μετά, «η ηγεσία του ΚΚΕ έπεσε στην παγίδα». Κριτικάρει έντονα τη στάση των Σοβιετικών στα γεγονότα εκείνα, ενώ κάνει εκτενή αναφορά στη διολίσθηση προς τον εμφύλιο πόλεμο, που προκλήθηκε «όταν η άκρα δεξιά και οι Αγγλοι, άδραξαν την ευκαιρία που τους δινόταν από τα λάθη και τις ανεύθυνες ενέργειες της ηγεσίας του ΚΚΕ και κυρίως από τη μεγαλομανία και τον κομπλεξικό χαρακτήρα του Ν. Ζαχαριάδη».
Χ.Φλωράκης: «Εξωθήθηκε το ΚΚΕ»
Λίγο πριν το θάνατό του, στις 23 Μαίου 2005, μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες που ανέδειξε το κομμουνιστικό κίνημα στην Ελλάδα, ο επίτιμος Πρόεδρος του ΚΚΕ Χαρίλαος Φλωράκης, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», διατύπωνε την εκτίμηση ότι το ΚΚΕ οδηγήθηκε υποχρεωτικά στον εμφύλιο πόλεμο, γιατί δεν είχε άλλη διέξοδο και αφού είχε εξαντληθεί κάθε δυνατότητα ειρηνικής επίλυσης του εσωτερικού προβλήματος της χώρας.
Σε παρατήρηση εάν ήταν τραγικό λάθος ο εμφύλιος πόλεμος, ο κ. Φλωράκης απάντησε: «Η αλήθεια είναι εκ διαμέτρου διαφορετική. Στον εμφύλιο το ΚΚΕ εξωθήθηκε. Για το ΚΚΕ ο Εμφύλιος ήταν υποχρεωτικός. Πήγαμε σ' αυτόν, γιατί δεν είχαμε άλλη διέξοδο. Πήγαμε σ' αυτόν, αφού είχε εξαντληθεί κάθε δυνατότητα ειρηνικής επίλυσης, έστω και σε βάρος μας, του εσωτερικού προβλήματος της χώρας. Ο αντίπαλος δεν ήθελε την ειρήνη και την ομαλότητα. Ήθελε την υποδούλωση του λαού και την εξόντωσή μας».
Παρουσιάζει επίσης ενδιαφέρον η άποψη του γνωστού Γερμανού ιστορικού Heinz Richter, ο οποίος επιρρίπτει μεγάλο μέρος της ευθύνης στον τότε Γενικό Γραμματέα του ΚΚΕ Νίκο Ζαχαριάδη για την απόφαση να συρθεί το κόμμα στον εμφύλιο, ενώ θεωρεί ότι η βάση αυτού του λάθους, βρίσκεται στην απόφαση για αποχή από τις εκλογές του 1946.
Αντίθετες είναι οι απόψεις του Σουηδού καθηγητή Ole L. Smith ο οποίος παρατηρεί ότι «η κριτική που στράφηκε ενάντια στον Ζαχαριάδη και στην πολιτική του, κατά την περίοδο αυτή, βασίζεται ξεκάθαρα σε γνώση εκ των υστέρων. Παραβλέπει ότι για το ΚΚΕ ο παράγοντας που είχε σημασία ήταν να αποτρέψει τον εμφύλιο πόλεμο χωρίς να εξοντωθεί από φυσική άποψη.
Από τη στιγμή που το ΚΚΕ άρχισε να χάνει τον πόλεμο και τελικά, όταν είχε χάσει τη μάχη ενάντια στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, ήταν πολύ εύκολο να επικριθεί ότι έμοιαζε, από μια μεταγενέστερη προοπτική, με δισταγμό και αναποφασιστικότητα».
Ο κανονιοβολισμός της Θεσσαλονίκης
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά γεγονότα της περιόδου του εμφυλίου πολέμου, ήταν ο κανονιοβολισμός κατά της Θεσσαλονίκης από μικρή ομάδα ανταρτών, γεγονός που είχε σκοπό να προκαλέσει θόρυβο προπαγανδιστικό περισσότερο, παρά στο να επιφέρει ζημία στις μονάδες του στρατού που βρισκόταν στρατοπεδευμένες στην πόλη.
Παρά τη διαφωνία του Μάρκου Βαφειάδη για το εγχείρημα, μετά από σύσκεψη στρατιωτικών και πολιτικών αρχηγών του ΔΣΕ, διατάχθηκε ο νέος διοικητής των δυνάμεων του ΔΣΕ στην Κεντρική Μακεδονία, Νίκος Τριανταφύλλου, να διεισδύσει στην περιοχή της Θεσσαλονίκης με τμήματα του ΔΣΕ και να πλήξει με πυροβόλα την πόλη.
Η επιχείρηση έγινε τη νύχτα της 9ης προς 10η Φεβρουαρίου 1948, μία διλοχία με ένα πυροβόλο, προωθήθηκε κρυφά προς τη μακεδονική πρωτεύουσα, σε απόσταση 8 χιλιομέτρων από τη Θεσσαλονίκη και μόλις ξημέρωσε η πόλη εβλήθη με περισσότερα από 50 βλήματα των 75 χιλιοστών, προκαλώντας μικροπανικό και σύγχυση στις αρχές και στους κατοίκους.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Φοίβο Γρηγοριάδη, «τόσα βλήματα δεν επρόκειτο βέβαια να επιφέρουν τίποτα σοβαρές καταστροφές σε μία τέτοια πόλη. Και οι κάτοικοί της ούτε που κατάλαβαν τι ήταν εκείνες οι εκρήξεις αξημέρωτα. Αλλά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα ήταν ο εντυπωσιασμός που θα είχε επιτευχθεί, αν η διλοχία με το πυροβόλο της κατόρθωνε να εξαφανισθεί».
Δεν το κατόρθωσε όμως, κι έτσι ο στρατός που ενήργησε με κεραυνοβόλο ταχύτητα, πρόλαβε τους αντάρτες και τους μετέφερε θριαμβευτικά στη Θεσσαλονίκη, μαζί με το πυροβόλο τους εκθέτοντάς το κι αυτό σε κοινή θέα.
Το έντυπο "Δελτίο Ειδήσεων" του ΔΣΕ, με ημερομηνία 12 του Φλεβάρη, αναφέρει:
«Τα ραδιόφωνα της Αθήνας και του Λονδίνου μετέδωσαν χτες και σήμερα επανειλημμένα την είδηση για την επίθεση των τμημάτων του ΔΣΕ στη Θεσσαλονίκη. Το Λονδίνο μετέδωσε ότι δυνάμεις ανταρτών έβαλαν με όλμους των 81 χιλιοστών κατά της Θεσσαλονίκης. Στη χτεσινή εκπομπή του, είπε ότι ρίχτηκαν 12 βλήματα, ενώ σήμερα το πρωί είπε πως ρίχτηκαν 40 βλήματα. Από τα βλήματα που ρίχτηκαν, 2 έπεσαν στα ξενοδοχεία όπου μένανε τα μέλη της Βαλκανικής Επιτροπής, ένα σε κτίριο που μένουνε Άγγλοι και 2 άλλα σε γκαράζ και αποθήκες βενζίνης. Η είδηση, για το βομβαρδισμό της Θεσσαλονίκης, προκάλεσε σύγχυση και πανικό στους μοναρχοφασιστικούς κύκλους της Αθήνας.
Η χτεσινή συνεδρίαση της Βουλής ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη συζήτηση του ζητήματος αυτού. Ο Γενικός Διοικητής Μακεδονίας, Μπασιάκος, ζήτησε γενική επιστράτευση όλων όσων μπορούν να φέρουν όπλα και όσοι δεν μπορούν να φέρουν όπλα, να βοηθήσουν ηθικά και υλικά. Αλλοι βουλευτές ζήτησαν να παραιτηθεί η κυβέρνηση, που αποδείχτηκε ανίκανη να χτυπήσει τους αντάρτες.
Το κανόνι που χρησιμοποίησαν οι αντάρτες κατά της Θεσσαλονίκης μεταφέρεται πάνω σε στρατιωτικό αυτοκίνητο ως λάφυρο |
Άλλοι σύστησαν ψυχραιμία, ώσπου να δώσει εξήγηση η κυβέρνηση και ένα μέρος ζήτησε να γίνει μυστική συνεδρίαση της Βουλής. Ο Τσαλδάρης διαφώνησε με την πρόταση αυτή, μα ο αριθμός των βουλευτών που ζήτησε να γίνει μυστική συνεδρίαση ήτανε μεγάλος και γι' αυτό ο πρόεδρος της Βουλής διέταξε την εκκένωση των θεωρείων για να γίνει η συνεδρίαση».
Στις 12 Φεβρουαρίου το υπουργείο Εθνικής Αμύνης, ύστερα από έκθεση του Γ` Σώματος Στρατού Θεσσαλονίκης, ανακοίνωσε, μεταξύ άλλων, ότι: "Το πυροβόλον ήτανε γερμανικόν ορειβατικό τύπου Σκόνερ των 7,5 χλσ. Τοποθετήθηκε στην περιοχή Λεμπέτ κοντά στον αμαξωτό δρόμο Λαγκαδά -Θεσσαλονίκης και έβαλε κατά της Θεσσαλονίκης από απόσταση 3 χλμ., από τις 2.30 έως 3.30 στις 10 Φεβρουαρίου. 40 βλήματα έπεσαν μέσα στην πόλη. Εις τη θέση του πυροβόλου βρέθηκαν 20 κάλυκες και μια οβίδα. Βρέθηκαν ακόμα ο κιλλίβας και οι 2 τροχοί του πυροβόλου. Ο σωλήνας δε βρέθηκε".
Η τολμηρότερη από τις επιθέσεις των ανταρτών
Αποκαλυπτικότερο για το εντυπωσιακό γεγονός, του κανονιοβολισμού της Θεσσαλονίκης, ήταν το αμερικανικό πρακτορείο "Γιουνάιτεντ Πρες", το οποίο, σύμφωνα με δημοσίευμα του "Δελτίου Ειδήσεων" του ΔΣΕ της 13ης Φεβρουαρίου 1948, ανακοίνωσε: «Η επίθεση αυτή ήταν η τολμηρότερη απ' όσες είχαν κάμει οι αντάρτες. Οι αντάρτες που επετέθηκαν ήταν 150 και είχαν 18 μεταγωγικά ζώα. Σύμφωνα με πληροφορίες του ίδιου πρακτορείου, οι αντάρτες έβαλαν από τα νοτιοδυτικά της Θεσσαλονίκης, ενώ άλλα τμήματα ανατίναξαν μια γέφυρα βορειοδυτικά της Θεσσαλονίκης για να εμποδίσουν την κίνηση του μοναρχοφασιστικού στρατού και να ξεγελάσουν τους μοναρχοφασίστες σχετικά με την κατεύθυνση της διαφυγής τους. Εξι χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Θεσσαλονίκης καταρρίφθηκε ένα αεροπλάνο Σπιτφάιερ, που πήγε για καταδίωξη των ανταρτών και ένα άλλο βλήθηκε στα φτερά".
Αντάρτες που πήραν μέρος στην επίθεση κατά της Θεσσαλονίκης λίγο μετά την σύλληψή τους ενώ ετοιμάζονται να οδηγηθούν στις φυλακές |
Ο στρατηγός Θρασύβουλος Τσακαλώτος
Ένας από τους συντελεστές της νίκης του εθνικού στρατού, ήταν ο στρατηγός Θρασύβουλος Ι. Τσακαλώτος (Πρέβεζα, 3 Απριλίου 1897 – Αθήνα, 15 Αυγούστου 1989).
Συμμετείχε στις μάχες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και στην Μικρασιατική Εκστρατεία. Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος του 1940, τον βρήκε συνταγματάρχη επικεφαλής του 3/40 Συντάγματος Ευζώνων, το οποίο διακρίθηκε στην αναχαίτιση των Ιταλών στην Ήπειρο τις πρώτες ημέρες του πολέμου.
Στα πρώτα χρόνια της Κατοχής, ανέλαβε γενικός διευθυντής στο Υπουργείο Εθνικής Αμύνης, ενώ ταυτόχρονα συμμετείχε στην αντιστασιακή οργάνωση «Θέρος», που διοικούσε ο συνταγματάρχης Παναγιώτης Σπηλιωτόπουλος.
Το 1943 διέφυγε στην Αίγυπτο και ανέλαβε την διοίκηση του Κέντρου Εκπαίδευσης Ελλήνων στρατιωτών στην Ισμαηλία. Ως έμπιστος της εξόριστης Ελληνικής Κυβέρνησης, τον Ιούλιο του 1944 ανέλαβε την διοίκηση της Γ΄ Ορεινής Ταξιαρχίας, η οποία διακρίθηκε κατά την εισβολή των Συμμαχικών Δυνάμεων στην Ιταλία και κυρίως κατά την κατάληψη του Ρίμινι (9–21 Σεπτεμβρίου 1944).
Ως διοικητής της Γ΄ Ορεινής Ταξιαρχίας, επέστρεψε στην Ελλάδα τον Νοέμβριο του 1944 και συμμετείχε στα Δεκεμβριανά στις μάχες κατά του ΕΛΑΣ. Μετά τα Δεκεμβριανά, ανέλαβε την διοίκηση της ΙΙ Μεραρχίας Αθηνών. Το 1946, με την έναρξη του Εμφυλίου, προήχθη σε υποστράτηγο και ανέλαβε την διοίκηση της Σχολής Ευελπίδων.
Ως διοικητής της Γ΄ Ορεινής Ταξιαρχίας, επέστρεψε στην Ελλάδα τον Νοέμβριο του 1944 και συμμετείχε στα Δεκεμβριανά στις μάχες κατά του ΕΛΑΣ. Μετά τα Δεκεμβριανά, ανέλαβε την διοίκηση της ΙΙ Μεραρχίας Αθηνών. Το 1946, με την έναρξη του Εμφυλίου, προήχθη σε υποστράτηγο και ανέλαβε την διοίκηση της Σχολής Ευελπίδων.
Τον Απρίλιο του 1948 ανέλαβε διοικητής του Α΄ Σώματος Στρατού, για να προχωρήσει στις μεγάλες εκκαθαρίσεις στην Πελοπόννησο. Τον ίδιο χρόνο, ανέλαβε την διοίκηση του Β΄ Σώματος Στρατού και συμμετείχε στις μάχες που οδήγησαν στην νίκη του εθνικού Στρατού κατά του Δημοκρατικού Στρατού.
Με το τέλος του Εμφυλίου, ο Τσακαλώτος ανέλαβε Γενικός Επιθεωρητής Στρατού και στις 31 Μαΐου 1951 ανέλαβε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού (ΓΕΣ). Λίγες ημέρες πριν αναλάβει αρχηγός ΓΕΣ, ο Αλέξανδρος Παπάγος ανακοίνωσε την πρόθεσή του να πολιτευθεί ερχόμενος σε σύγκρουση με τον βασιλιά Παύλο. Ο βασιλιάς διέταξε τον Τσακαλώτο να συλλάβει τον Παπάγο, αλλά ο Τσακαλώτος αρνήθηκε να την εκτελέσει (Σ. Π. Ζερβός, εφημ. Το Βήμα, 11 Ιουνίου 2008).
Με το τέλος του Εμφυλίου, ο Τσακαλώτος ανέλαβε Γενικός Επιθεωρητής Στρατού και στις 31 Μαΐου 1951 ανέλαβε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού (ΓΕΣ). Λίγες ημέρες πριν αναλάβει αρχηγός ΓΕΣ, ο Αλέξανδρος Παπάγος ανακοίνωσε την πρόθεσή του να πολιτευθεί ερχόμενος σε σύγκρουση με τον βασιλιά Παύλο. Ο βασιλιάς διέταξε τον Τσακαλώτο να συλλάβει τον Παπάγο, αλλά ο Τσακαλώτος αρνήθηκε να την εκτελέσει (Σ. Π. Ζερβός, εφημ. Το Βήμα, 11 Ιουνίου 2008).
Ωστόσο, ο Τσακαλώτος ήταν αυτός που απεκάλυψε την δράση της παραστρατιωτικής οργάνωσης ΙΔΕΑ στον τότε υπουργό Στρατιωτικών Σοφοκλή Βενιζέλο. Το αποτέλεσμα ήταν να έρθει σε ρήξη με τους αξιωματικούς του ΙΔΕΑ και τον Παπάγο. Αποστρατεύθηκε στις 20 Νοεμβρίου του 1952 με τον βαθμό του αντιστρατήγου, δύο ημέρες μετά την ορκωμοσία της κυβέρνησης Παπάγου.
Επί των πρώτων κυβερνήσεων Καραμανλή, διετέλεσε πρέσβης της Ελλάδας στο Βελιγράδι. Από την θέση αυτή, ο Τσακαλώτος έθεσε στον στρατάρχη Τίτο τις ανησυχίες της Ελλάδας για την μετονομασία της προπολεμικής επαρχίας των Σκοπίων σε Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Όμως οι προσπάθειες του Τσακαλώτου ήταν ατελέσφορες, επειδή προσέκρουσαν στα ανοίγματα της κυβέρνησης Καραμανλή προς την γιουγκοσλαβική ηγεσία.
Επί των πρώτων κυβερνήσεων Καραμανλή, διετέλεσε πρέσβης της Ελλάδας στο Βελιγράδι. Από την θέση αυτή, ο Τσακαλώτος έθεσε στον στρατάρχη Τίτο τις ανησυχίες της Ελλάδας για την μετονομασία της προπολεμικής επαρχίας των Σκοπίων σε Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Όμως οι προσπάθειες του Τσακαλώτου ήταν ατελέσφορες, επειδή προσέκρουσαν στα ανοίγματα της κυβέρνησης Καραμανλή προς την γιουγκοσλαβική ηγεσία.
Αν και αντικομμουνιστής, ο Τσακαλώτος ουδέποτε υιοθέτησε ακροδεξιές ή φιλοδικτατορικές απόψεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν θέλησε να γίνει μέλος του οικοδομικού συνεταιρισμού των αξιωματικών που απέκτησαν πολυτελείς κατοικίες στον οικισμό Παπάγου. Μολονότι του παρεχωρήθησαν οικόπεδα στην περιοχή αυτή, ο Τσακαλώτος παραιτήθηκε του δικαιώματός του. Αρκέσθηκε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του σε ένα τριάρι διαμέρισμα του σε πολυκατοικία της οδού Σούτσου 17 κοντά στην πλατεία Μαβίλη στην Αθήνα.
Η τελευταία του γενναία πράξη συνέβη στις 23 Μαΐου του 1984, όταν συναντήθηκε και έδωσε τα χέρια με τον άλλοτε αντίπαλό του Μάρκο Βαφειάδη εμπρός από τις κάμερες της Ιταλικής Τηλεόρασης (RAI).
Πέθανε στις 15 Αυγούστου του 1989.
Η τελευταία του γενναία πράξη συνέβη στις 23 Μαΐου του 1984, όταν συναντήθηκε και έδωσε τα χέρια με τον άλλοτε αντίπαλό του Μάρκο Βαφειάδη εμπρός από τις κάμερες της Ιταλικής Τηλεόρασης (RAI).
Πέθανε στις 15 Αυγούστου του 1989.
Νεκροί παντού... |
Οι μάχες στον Γράμμο και στο Βίτσι τον Αύγουστο του 1949 ήταν η τελευταία πράξη στο δράμα του εμφυλίου πολέμου που σπάραζε την Ελλάδα από τις αρχές του 1946 και που ο σπόρος του είχε φυτευτεί από τον Δεκέμβριο του 1944 ή και ακόμη παλαιότερα, από τα χρόνια της γερμανικής κατοχής, με τις ένοπλες συγκρούσεις αντιστασιακών οργανώσεων διαφορετικού πολιτικού προσανατολισμού.
Αντίπαλοι στις μάχες του Γράμμου και του Βίτσι, όπως και σε όλον τον εμφύλιο πόλεμο, ήταν από τη μια οι δυνάμεις του επίσημου ελληνικού κράτους, ο εθνικός στρατός, όπως τον είχαν πει, και από την άλλη οι ανταρτικές δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, του ΔΣΕ, στρατιωτικού σκέλους του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Ο ΔΣΕ είχε την ανεπίσημη και φειδωλή βοήθεια των όμορων με την Ελλάδα, «σοσιαλιστικών» τότε, χωρών, της Αλβανίας, της Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας. Εκτός από τα εφόδια, η σημαντικότερη υπηρεσία που του πρόσφεραν ήταν η ελευθερία να μπαινοβγαίνουν τα τμήματά του στο έδαφός τους. Ο κυβερνητικός στρατός είχε την οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη της Αγγλίας πρώτα και των Ηνωμένων Πολιτειών αργότερα.
H χώρα μπήκε στην τελική ευθεία προς τον εμφύλιο πόλεμο την επαύριον κιόλας της υπογραφής της Συμφωνίας της Βάρκιζας στις 12 Φεβρουαρίου του 1945. Με τη συμφωνία αυτή είχαν τερματιστεί τα Δεκεμβριανά του 1944, δηλαδή η ένοπλη σύγκρουση ανάμεσα στις κυβερνητικές δυνάμεις και κυρίως στα αγγλικά στρατεύματα από τη μία, και στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ (Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού) από την άλλη, στρατιωτικού σκέλους του EAM (Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου), της αντιστασιακής oργάνωσης που είχε ιδρυθεί κατά τη γερμανική κατοχή με πρωτοβουλία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας.
H Συμφωνία της Βάρκιζας προέβλεπε τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ αλλά και παρείχε εγγυήσεις για την ελεύθερη έκφραση των πολιτικών φρονημάτων όλων των πολιτών. Κανένας από τους δύο αυτούς όρους δεν τηρήθηκε. Οι μαχητές του ΕΛΑΣ δεν παρέδωσαν όλα τα όπλα τους αλλά έκρυψαν μεγάλο μέρος από αυτά, και έναν μόλις μήνα μετά την υπογραφή της συμφωνίας, στις 12 Μαρτίου 1945, το EAM υπέβαλε στις συμμαχικές κυβερνήσεις υπόμνημα στο οποίο καταγγελλόταν η κυβέρνηση ότι εφάρμοζε παντοειδείς διακρίσεις σε βάρος πολιτών που είχαν λάβει μέρος στην αντίσταση, τους οποίους καταδίωκε και τρομοκρατούσε, ενώ από την άλλη τηρούσε ευμενή στάση απέναντι στους πρώην συνεργάτες των Γερμανών.
Οι καταγγελίες από το KKE/EAM για κρατικές διώξεις κατά των αριστερών και για κατατρομοκράτησή τους από ένοπλες παρακρατικές ομάδες που δρούσαν σε διάφορες περιοχές της χώρας, συνεχίστηκαν τους μήνες που ακολούθησαν. Οι ανακοινώσεις της κυβέρνησης κάθε άλλο παρά διέψευδαν ένα τουλάχιστον μέρος αυτών των καταγγελιών.
Καταδιωκόμενοι αριστεροί στα βουνά |
Όργιο βίας, τρομοκρατίας, δολοφονιών
Ετσι στις 10 Δεκεμβρίου του 1945 ο υπουργός Δικαιοσύνης K. Ρέντης έκανε γνωστό ότι ως εκείνη την ημερομηνία είχε ασκηθεί δίωξη κατά 80.000 πολιτών που σχετίζονταν με το EAM/ΕΛΑΣ για αδικήματα που ανάγονταν στην περίοδο της Κατοχής. Από αυτούς οι 40.000 βρίσκονταν στις φυλακές, κατάδικοι ή υπόδικοι, ενώ εκκρεμούσαν άλλες 48.000 δικογραφίες. Οσο για τη δράση των τρομοκρατικών οργανώσεων, τα στοιχεία για τον πρώτο χρόνο μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας μιλούν για 1.192 φόνους, 6.413 τρομοκρατικές ενέργειες, 70.000 συλλήψεις, 165 βιασμούς γυναικών, 6.567 ληστείες και διάφορες άλλες ανάλογες πράξεις.
H αντεπίθεση του KKE
Στην ύπαιθρο, παράλληλα με τις ακροδεξιές, δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους και αριστερές ομάδες «ενόπλων, καταδιωκομένων αγωνιστών». Χάος παντού H γενική κατάσταση της χώρας ήταν χαώδης. H οικονομία της είχε καταστραφεί από τον πόλεμο και ο πληθυσμός αντιμετώπιζε το φάσμα του λιμού. Στα πολιτικά πράγματα η αστάθεια είχε φτάσει στο απροχώρητο και οι κυβερνήσεις ανεβοκατέβαιναν αδιάκοπα. Οι αντιθέσεις των αστικών πολιτικών κομμάτων εκδηλώνονταν με ακραία οξύτητα, η πόλωση είχε εδραιωθεί και οι απροσχημάτιστες επεμβάσεις των ξένων, Αγγλων και Αμερικανών, που ένα μέρος τουλάχιστον του πολιτικού κόσμου τις αντιμετώπιζε με ταπεινωτική δουλικότητα, όξυναν ακόμη περισσότερο τα πνεύματα.
Στις 31 Μαρτίου του 1946 έγιναν εκλογές, οι πρώτες μετά τον πόλεμο. Το KKE κήρυξε αποχή και δεν πήρε μέρος σε αυτές προεξοφλώντας το νόθο αποτέλεσμα. Νικητής των εκλογών με εντυπωσιακή πλειοψηφία αναδείχθηκε το δεξιό Λαϊκό Κόμμα. Τη νύχτα 30 προς 31 Μαρτίου ομάδα ένοπλων αριστερών εισέβαλε στον σταθμό χωροφυλακής του Λιτόχωρου. H επιχείρηση αυτή θεωρείται, αν και μάλλον συμβολικά, η ληξιαρχική πράξη γεννήσεως του εμφυλίου πολέμου.
Το Γενικό Αρχηγείο Ανταρτών
Τους μήνες που ακολούθησαν οι ανταρτικές ομάδες πύκνωσαν τις επιθέσεις τους σε διάφορες περιοχές της χώρας και σημείωσαν πολλές επιτυχίες. Παράλληλα, ενώ ως τότε ενεργούσαν λίγο - πολύ ανεξάρτητα η μία από την άλλη, κατέβαλαν τότε προσπάθειες συντονισμού της δράσης τους, και τον Οκτώβριο του 1946 δημιουργήθηκε το Γενικό Αρχηγείο Ανταρτών, οι οποίοι έτσι υπάγονταν πλέον σε ενιαία διοίκηση, για να ακολουθήσει, τον Δεκέμβριο, η υιοθέτηση της γενικής ονομασίας Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας. Αρχηγός του ΔΣΕ τοποθετήθηκε ο Μάρκος Βαφειάδης, ο οποίος ονομάστηκε επίσης πρωθυπουργός της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης που σχηματίστηκε ένα χρόνο αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1947.
H επέμβαση των ΗΠΑ
Το αντίπαλο στρατόπεδο έβλεπε με ανησυχία που άγγιζε τα όρια του πανικού αυτές τις εξελίξεις και τις συνεχιζόμενες επιτυχίες των ανταρτών, οι οποίοι, με τον καιρό, δεν περιόριζαν πλέον τη δράση τους στην ύπαιθρο αλλά έφτασαν να απειλούν ακόμη και μεγάλες πόλεις, μερικές από τις οποίες κατελάμβαναν μάλιστα, αν και τις κρατούσαν μόνο για σύντομο χρονικό διάστημα. Οι κυβερνητικές δυνάμεις δεν επαρκούσαν ούτε αριθμητικά ούτε οργανωτικά για να αντιμετωπίσουν τους αντάρτες και, παρά τις προσπάθειές τους, περιορίζονταν ουσιαστικά σε παθητικό ρόλο.
Χάρυ Τρούμαν |
Την αναδιοργάνωση και την ενίσχυση του εθνικού στρατού ανέλαβαν οι Αμερικανοί μετά τη δήλωση της αγγλικής κυβέρνησης, στις αρχές του 1947, ότι η Αγγλία αδυνατούσε πλέον να συνεχίσει τη βοήθειά της προς την Ελλάδα. Με το Δόγμα Τρούμαν, από το όνομα του αμερικανού προέδρου Χάρι Τρούμαν, τον Μάρτιο του 1947 οι ΗΠΑ έκαναν γνωστή την πεποίθησή τους ότι στην Ανατολική Μεσόγειο κινδύνευε η ασφάλειά τους, άρα αναγνώριζαν στον εαυτό τους το δικαίωμα να παρέμβουν. Παράλληλα τέθηκε λίγο αργότερα σε εφαρμογή και το Σχέδιο Μάρσαλ, από το όνομα του αμερικανού υπουργού εξωτερικών Τζορτζ Μάρσαλ, για την παροχή οικονομικής βοήθειας προς τις ευρωπαϊκές χώρες.
Πακτωλός βοήθειας από τις ΗΠΑ
Εκθεση του στρατηγού Τζέιμς Βαν Φλιτ, αρχηγού της αμερικανικής στρατιωτικής αποστολής στην Ελλάδα, αναφέρει ότι ως τις 30 Σεπτεμβρίου του 1948 της είχε δοθεί βοήθεια ύψους 260 εκατομμυρίων δολαρίων υπό την εξής μορφή: 6 κανονιοφόροι, 143 αεροπλάνα, 7.000 βόμβες, υγειονομικός εξοπλισμός, 10.142 οχήματα, 3.890 όλμοι και πυροβόλα, 97.000 μικρά όπλα, 43.399 ελαστικά, 3.956.629 βλήματα πυροβολικού και βλήματα όλμων, 280.462.392 σφαίρες, 1.450.000 στολές, 185.294.600 συσκευασίες ατομικής τροφής, 8.650 ημίονοι, 50.681 τόνοι ζωοτροφών, 26.364.610 γαλόνια βενζίνη και 4.279 ασύρματοι.
Αρχίζοντας την άνοιξη του 1948 οι κυβερνητικές δυνάμεις εξαπέλυσαν σειρά επιθέσεων μέτριας αποτελεσματικότητας αρχικά αλλά συνεχώς βελτιούμενης με την πάροδο του χρόνου. Το καλοκαίρι του 1949 το σύνολο σχεδόν της χώρας είχε εκκαθαριστεί από τους αντάρτες.
Εξελίξεις στα δύο στρατόπεδα
Εν τω μεταξύ βαρύνουσες εξελίξεις είχαν σημειωθεί στο πολιτικό επίπεδο. Με το δημοψήφισμα της 1ης Σεπτεμβρίου του 1946 είχε επιστρέψει στην Ελλάδα ο βασιλιάς Γεώργιος B', ο οποίος πέθανε την 1η Απριλίου του 1947 και τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Παύλος. H κυβέρνηση της Αθήνας είχε θέσει εκτός νόμου το KKE και το EAM (Ιανουάριος του 1948) και αυστηρά νομοθετικά μέτρα είχαν ληφθεί για όσους ανέπτυσσαν φιλοκομμουνιστική δράση. Λειτουργούσαν έκτακτα στρατοδικεία και οι θανατικές καταδίκες και εκτελέσεις αριστερών βρίσκονταν πλέον στην ημερησία διάταξη. Τον Οκτώβριο του 1948 αρχιστράτηγος των ενόπλων δυνάμεων τοποθετήθηκε ο στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος.
Στο κομμουνιστικό στρατόπεδο διαφωνίες ως προς την ακολουθητέα τακτική είχαν οδηγήσει στην καθαίρεση του Βαφειάδη από όλα του τα αξιώματα και στη διαγραφή του από το κόμμα. Αν και νέος, πρωθυπουργός της κυβέρνησης των ανταρτών τοποθετήθηκε ο Μήτσος Παρτσαλίδης, τον αγώνα κατεύθυνε πλέον ο Ζαχαριάδης. Σοβαρό πλήγμα για τον ΔΣΕ υπήρξε η ρήξη ανάμεσα στον ηγέτη της Γιουγκοσλαβίας Τίτο και στον Στάλιν το καλοκαίρι του 1948. Το KKE συντάχθηκε με τον Στάλιν, με αποτέλεσμα η Γιουγκοσλαβία όχι μόνο να διακόψει κάθε βοήθεια προς τον ΔΣΕ αλλά και να του κλείσει τα σύνορά της στερώντας του μια πολύτιμη οδό διαφυγής σε ώρα ανάγκης, η οποία δεν θα αργούσε να φτάσει.
Μετά τις εκτεταμένες εκκαθαρίσεις που είχαν διεξαγάγει με επιτυχία οι κυβερνητικές δυνάμεις, ο κυριότερος όγκος των δυνάμεων του ΔΣΕ είχε συγκεντρωθεί στα ορεινά συγκροτήματα της Βόρειας Ελλάδας Γράμμο και Βίτσι.
To καλοκαίρι του 1948 οι κυβερνητικές δυνάμεις είχαν εξαπολύσει μεγάλη επίθεση κατά του Γράμμου με στόχο την καταστροφή των εκεί θέσεων και μονάδων του ΔΣΕ. Οι μάχες υπήρξαν σκληρές, πολύνεκρες και παρατεταμένες. Λόγω όμως του ανεπαρκούς σχεδιασμού της επιχείρησης ο αντικειμενικός στόχος δεν είχε επιτευχθεί πλήρως. Οι κυβερνητικές δυνάμεις είχαν καταλάβει μέρος μόνο του επίμαχου εδάφους και ο κύριος όγκος του αντιπάλου είχε κατορθώσει να διαφύγει προς το Βίτσι. Εξάλλου την άνοιξη του επόμενου χρόνου, 1949, οι αντάρτες αντεπιτέθηκαν και ανακατέλαβαν μέρος των εδαφών που είχαν χάσει κατά τις μάχες του προηγούμενου χρόνου.
Τώρα οι δύσβατοι αυτοί τόποι, Βίτσι και Γράμμος, αποτελούσαν το έσχατο καταφύγιο του ΔΣΕ, ο οποίος, εκτός του ότι είχε αναγκαστεί να συγκεντρώσει εκεί όλες σχεδόν τις δυνάμεις που του απέμεναν, είχε επίσης οχυρώσει με πολλή φροντίδα τις ορεινές αυτές περιοχές εγκατασπείροντας στα κρίσιμα σημεία τους πολυβολεία, ναρκοπέδια, συρματοπλέγματα, καταφύγια και κάθε είδους αμυντική κατασκευή που μεγιστοποιούσε στο έπακρο τις φυσικές δυσκολίες του χώρου. H στρατηγική σημασία αυτών των οχυρών ήταν πρόδηλη για τον αντίπαλο: η καταστροφή τους θα σήμαινε την οριστική ήττα του ΔΣΕ και τη λήξη του εμφυλίου πολέμου.
Συνολικά οι αντίπαλες δυνάμεις ήταν εξαιρετικά άνισες μεταξύ τους, με συντριπτική την υπεροχή της κυβερνητικής παράταξης όχι μόνο σε αριθμούς αλλά και στην ποιότητα του οπλισμού, ο οποίος αντιπροσώπευε την τελευταία λέξη της σχετικής τεχνολογίας της εποχής. Ο αριθμός των ανδρών της, όλων των κατηγοριών και των ειδικοτήτων, κυμαινόταν γύρω στις 150.000. H κυβερνητική παράταξη διέθετε σε αφθονία πεδινό και ορεινό πυροβολικό, όλμους, άρματα μάχης και τεθωρακισμένα, και πάνω απ' όλα αεροπορία, εκατό περίπου αεροπλάνα, μεταξύ των οποίων, εκτός από τα Spitfire, υπήρχαν και βομβαρδιστικά καθέτου εφορμήσεως Helldiver. Με την καθοδήγηση των Αμερικανών η αεροπορία χρησιμοποίησε τις βόμβες ναπάλμ, οι οποίες συνέτειναν αποφασιστικά στην έκβαση της αναμέτρησης υπέρ των κυβερνητικών δυνάμεων.
Απέναντι σε αυτή την επιβλητική πολεμική μηχανή ο ΔΣΕ είχε να αντιτάξει λιγότερους από 15.000 μαχητές, άνδρες και γυναίκες, πυροβολικό, ορεινό, αντιαρματικό και αντιαεροπορικό, σε περιορισμένους ωστόσο αριθμούς και με ανεπαρκείς ποσότητες πυρομαχικών, καθώς και όλμους.
H επιχείρηση «Πυρσός»
H πρώτη φάση της επιχείρησης, ο «Πυρσός A'», άρχισε τη νύχτα 2 προς 3 Αυγούστου 1949 στον Γράμμο και ήταν παραπλανητικού χαρακτήρα αποσκοπώντας να πείσει τον αντίπαλο ότι ήταν η κύρια επίθεση ώστε να τον καθηλώσει στις θέσεις του ή και να παρασύρει άλλες δυνάμεις των ανταρτών από το Βίτσι που θα έσπευδαν να βοηθήσουν τους συντρόφους τους. H επιχείρηση ανατέθηκε σε μονάδες του A' Σώματος Στρατού, το οποίο, με δύο μεραρχίες και μία ανεξάρτητη ταξιαρχία υποστηριζόμενες από άλλα τμήματα πεζικού, πυροβολικό, άρματα μάχης και αεροπορία, αντιμετώπισε τις δυνάμεις των ανταρτών, δύο μεραρχίες επίσης, αλλά με μειωμένη σύνθεση, δύο ανεξάρτητες ταξιαρχίες, δεκαέξι πυροβόλα, δύο όλμους και αντιαρματικά και αντιαεροπορικά πυροβόλα.
Οι εχθροπραξίες κράτησαν έξι ημέρες και οι κυβερνητικές δυνάμεις όχι μόνο κατόρθωσαν να καθηλώσουν τις δυνάμεις του εχθρού αλλά και κατέλαβαν σημαντικές στρατηγικές θέσεις στον Βορειοανατολικό και στον Νότιο Γράμμο.
Στις 10 Αυγούστου εξαπολύθηκε ο «Πυρσός B'», η κύρια φάση της όλης επιχείρησης, που είχε στόχο να εξοντώσει τις δυνάμεις του ΔΣΕ που βρίσκονταν στο Βίτσι, σε θέσεις εξαιρετικά οχυρές, και την οποία ανέλαβε το B' Σώμα Στρατού. Σύμφωνα με μια πηγή (με την οποία ωστόσο δεν συμφωνεί ο απολογισμός του ΓΕΣ, τουλάχιστον όσον αφορά τον οπλισμό των ανταρτών), έξι μεραρχίες, ένα ελαφρό σύνταγμα πεζικού, έξι τάγματα εθνοφρουρών, τέσσερα συντάγματα πεδινού πυροβολικού, τρεις μοίρες μέσου πυροβολικού, τέσσερις μοίρες ορεινού πυροβολικού, δύο συντάγματα αναγνωρίσεως και μία ίλη αρμάτων μάχης, σύνολο περίπου 60.000 ανδρών, καθώς και 87 αεροπλάνα είχαν απέναντί τους δύο μεραρχίες, δύο ταξιαρχίες και μερικά τμήματα από τις στρατιωτικές σχολές του ΔΣΕ, δηλαδή σύνολο περίπου 8.000 μαχητών υποστηριζόμενων από σαράντα πέντε ορεινά, δεκαπέντε αντιαεροπορικά και δύο αντιαρματικά πυροβόλα.
Σκληρή η μάχη
H μάχη υπήρξε σκληρή και πεισματική και από τις δύο πλευρές, αλλά η υπεροχή του κυβερνητικού στρατού σε αριθμό ανδρών και σε ποσότητα και ποιότητα οπλισμού, καθώς και η αρτιότερη εκπαίδευσή του, και ιδιαίτερα των ειδικών δυνάμεων καταδρομών, του εξασφάλισαν τη νίκη. Οι μονάδες του κυβερνητικού στρατού κατέλαβαν τις σημαντικότερες οχυρές θέσεις, κατόρθωσαν να βρεθούν στα νώτα του εχθρού, και στις 16 Αυγούστου το Βίτσι είχε εκκαθαριστεί πλήρως από τους αντάρτες. Το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών τους ωστόσο, υπό το καταιγιστικό πυρ των αντιπάλων τους, κατόρθωσε να διαφύγει. Πρώτος σταθμός του ήταν η μικρή χερσόνησος Πυξός, ανάμεσα στη Μικρή και στη Μεγάλη Πρέσπα. Ούτε εκεί όμως μπόρεσε να μείνει για πολύ λόγω των αεροπορικών επιθέσεων και του κινδύνου απόβασης των κυβερνητικών δυνάμεων. Τελικά οι διασωθέντες του Βίτσι, μέσω Αλβανίας, κατόρθωσαν να φτάσουν στον Γράμμο.
H τελευταία πράξη
Οι απώλειες σε αυτή τη φάση της επιχείρησης, κατά το ΓΕΣ, ήταν για τον κυβερνητικό στρατό 256 νεκροί αξιωματικοί και στρατιώτες και 1.336 τραυματίες, ενώ για τον ΔΣΕ οι νεκροί ήταν 1.182 και οι αιχμάλωτοι 634. Ακόμη, πάντα κατά το ΓΕΣ, στα χέρια του κυβερνητικού στρατού έπεσαν 40 πυροβόλα, 33 αντιαρματικά, 16 αντιαεροπορικά, 115 όλμοι και άλλα είδη οπλισμού.
H τρίτη και τελευταία φάση της επιχείρησης, ο «Πυρσός Γ'», που στρεφόταν και αυτή κατά του Γράμμου, όπου τώρα είχαν συγκεντρωθεί όλες οι δυνάμεις του ΔΣΕ, προσέλαβε τελετουργικό χαρακτήρα: μετέβησαν επί τόπου για να την παρακολουθήσουν από σχετικά κοντινό σημείο ο βασιλιάς Παύλος και ο αμερικανός στρατηγός Βαν Φλιτ. Σύμφωνα με διάφορες πηγές, οι δυνάμεις που αντιπαρατάχθηκαν ήταν για τον κυβερνητικό στρατό πέντε μεραρχίες, μία ανεξάρτητη ταξιαρχία, τέσσερα ελαφρά συντάγματα πεζικού, εκατόν είκοσι πυροβόλα, πολλά άρματα μάχης και τεθωρακισμένα και ισχυρή δύναμη αεροπορίας, ενώ ο ΔΣΕ διέθετε συνολικά λίγο περισσότερους από 12.000 μαχητές, συμπεριλαμβανομένων και των 6.000 που είχαν φτάσει από το Βίτσι.
Με αυτόν τον συσχετισμό δυνάμεων οι προοπτικές για τον ΔΣΕ διαγράφονταν ζοφερές. Τούτο δεν απέτρεψε τον Ζαχαριάδη από το ακόλουθο διάγγελμα:
«Ο εχθρός συγκεντρώνεται στο Γράμμο για μια αποφασιστική αναμέτρηση. Στο Γράμμο έχουμε όλες τις δυνατότητες να καταφέρουμε το θανάσιμο πλήγμα στον εχθρό. Εχουμε αρκετές δυνάμεις και μέσα. Πιο πλεονεκτικό έδαφος. Στο Γράμμο απέτυχε πέρσι ο μοναρχοφασισμός. Στο Γράμμο φέτος του καταφέραμε σοβαρό πλήγμα [...]. Στο Γράμμο από τις 2 μέχρι τις 8 Αυγούστου έσπασε τα μούτρα του. Εχουμε και την πείρα του Βίτσι και το σοβαρό μάτωμα που προκαλέσαμε στον εχθρό στο Βίτσι [...]. Εδώ μπορούμε και πρέπει να θάψουμε το μοναρχοφασισμό».
Ο άνισος αγώνας
H επίθεση εξαπολύθηκε τα ξημερώματα της 25ης Αυγούστου. Οι αντάρτες αμύνθηκαν πεισματικά αλλά δεν άργησε να φανεί πόσο άνισος ήταν ο αγώνας και πόσο ανέφικτη η αναχαίτιση του αντιπάλου. Την επομένη κιόλας μία μεραρχία του κυβερνητικού στρατού κατόρθωσε να υπερκεράσει τη γραμμή άμυνας του ΔΣΕ και να βρεθεί στα μετόπισθέν του, όπου κατέλαβε την Πόρτα Οσμάν, κύριο σημείο εξόδου των ανταρτών προς την Αλβανία. Απέναντι στον κίνδυνο να αποκλειστεί και η μοναδική απομένουσα δίοδος Μπάρα, και οι δυνάμεις του ΔΣΕ να βρεθούν περικυκλωμένες, το Πολιτικό Γραφείο του KKE τις διέταξε να εκκενώσουν τον Γράμμο και να περάσουν στην Αλβανία. Στις 29 Αυγούστου ο ΔΣΕ είχε εγκαταλείψει το άλλοτε τρομερό οχυρό και ορμητήριό του. Με την κατάληψη του υψώματος Κάμενικ, την επομένη, ο κυβερνητικός στρατός είχε δαμάσει τελειωτικά τον Γράμμο.
Ο εμφύλιος πόλεμος είχε λήξει αλλά οι συνέπειές του σε όλα τα επίπεδα, πολιτικό, οικονομικό αλλά και ανθρώπινο, θα βασάνιζαν την Ελλάδα για πολλές δεκαετίες ακόμη.
Υπό την ηγεσία του γενικού γραμματέα του Νίκου Ζαχαριάδη, ο οποίος τον Μάιο του 1945 είχε επιστρέψει στην Ελλάδα ύστερα από μακροχρόνια κράτηση στο γερμανικό στρατόπεδο Νταχάου, το KKE αντέδρασε δυναμικά. Με τη 12η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του (25-27 Ιουνίου 1945), αφού αποφάνθηκε για τα Δεκεμβριανά ότι «η αντίδραση εσωτερικά δε νίκησε γιατί δεν έχει το λαό μαζί της [...]. Την ήττα και την υποχώρησή μας την επέβαλε [...] η ένοπλη παρέμβαση που έκαναν εξωελληνικοί παράγοντες», υιοθέτησε την αρχή ότι έπρεπε να οργανωθεί Μαζική Λαϊκή Αυτοάμυνα.
Αναρτήθηκε από Σπύρος Κουζινόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου