Η ΟΜΙΛΙΑ ΜΟΥ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΩΤΑΤΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
από την Arapoglou Xrysa B, Τετάρτη, 24 Αυγούστου 2011 στις 4:39 μ.μ.
Καλημέρα στη δεύτερη και τελική ημέρα του νομοσχεδίου μιας πολύ σοβαρής νομοθετικής πρωτοβουλίας.
Δεν μου αρέσει να κρίνω το τι έχει προηγηθεί μέσα στην Αίθουσα της Βουλής, αλλά αισθάνομαι την ανάγκη να δηλώσω πως η αίσθηση της χθεσινής ημέρας είναι ότι για άλλη μια φορά αναλωθήκαμε σε ένα μεγάλο ποσοστό σε παράλληλους μονολόγους. Οι εστιάσεις σε συγκεκριμένα ζητήματα που θα μπορούσαν να μας φέρουν κοντά, γιατί διαφορετικά και να εφαρμοστεί -δεν υπάρχει απειλή της μη εφαρμογής- δεν θα υπάρχει ποιοτική εφαρμογή του νόμου, παραμένουν ακόμη μακριά στον ορίζοντα.
Αγαπητοί συνάδελφοι, κυρία Υπουργέ, η νομοθετική λειτουργία δεν πρέπει να έχει διαβαθμίσεις σε ό,τι αφορά στην ποιότητα, στη διεξοδική προσέγγιση αντικειμένων, στην ευρυχωρία πνεύματος και στη συνάντηση με το διαφορετικό. Τα θέματα, τα αντικείμενα των νόμων έχουν όλα τη δική τους μοναδική σπουδαιότητα. Ωστόσο, χθες και σήμερα συζητάμε για την ελληνική Παιδεία στην ανώτατη λειτουργία της, το ρυθμιστικό πλαίσιο αυτοοργάνωσής της, τις δυνατότητες αυτοεξέλιξης στην εκπαίδευση και την έρευνα και αυτό επιθυμώ να καταθέσω ότι τουλάχιστον εμένα προσωπικά και νομίζω και πάρα πολλούς συναδέλφους, μας βαρύνει με επιπλέον της συνηθισμένης ευθύνη.
Το ίδιο το θέμα, που δεν είναι παρά το μέλλον της χώρας, οι ίδιοι οι συμμέτοχοι της νομοθετικής αυτής πρωτοβουλίας της Κυβέρνησης για αναδιοργάνωση των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, καθηγητές και φοιτητές, ίσως το ισχυρότερο εθνικό μας κεφάλαιο, καθορίζουν και εξωγενώς τη διαδικασία του διαλόγου μέσα στην Αίθουσα της Βουλής. Αυτό, όπως καταλαβαίνετε, είναι μια έκκληση για τη σημερινή ημέρα, για ό,τι δηλαδή θα ακολουθήσει μέχρι το τέλος της ψήφισης του νόμου.
Ούτως ή άλλως, τις ζοφερές ημέρες που περνάμε, οι άγονες αντιπαραθέσεις θεωρούνται πολυτέλεια, αν όχι γραφική και άσκοπη απώλεια δυνάμεων. Βεβαίως, υπάρχουν και οι τεκμηριωμένες απόψεις διαφορετικών προσεγγίσεων, όπως αυτές που σχετίζονται με τη σχολή-τμήμα ή την εφαρμογή, μετά από αρκετά χρόνια, δηλαδή με σημαντική καθυστέρηση των αποφάσεων της Μπολόνια για την οποία δεν έχουμε συγκεκριμένους απολογισμούς για το τι έχει γίνει μέχρι σήμερα.
Είναι όμως, μείζων ανάγκη εθνική να ενώσουμε δυνάμεις και να αποφύγουμε διασπάσεις. Στις ημέρες αυτές, την ημέρα που έμεινε της τελικής συζήτησης του νομοσχεδίου, πρέπει να κερδίσουμε –και θέλω να πιστεύω ότι έχουμε το χρόνο και ας μετράμε ώρες από τώρα μέχρι το τέλος- το χαμένο χρόνο, να κερδίσουμε ακριβώς έναν ολόκληρο χαμένο χρόνο, και να συναντηθούμε, Κυβέρνηση, Βουλή και Πανεπιστημιακή Κοινότητα στο στόχο.
Ποιος είναι ο στόχος; Βελτίωση της ποιότητας, απεξάρτηση της διοίκησης, συνέπεια και εξορθολογισμός στην οργάνωση, αμείλικτος έλεγχος ποιότητας παντού, απενεχοποίηση στην αξιολόγηση, ενίσχυση της συνέργιας και της κινητικότητας, ενθάρρυνση της άμιλλας, επιβράβευση της αριστείας, απελευθέρωση δυνάμεων.
Ποιος διαφωνεί; Κανένας. Για να προχωρήσει όμως, παραγωγικά η συζήτηση προϋποτίθεται η άρση, της αμοιβαίας δυστυχώς, καχυποψίας σχετικά με τις προθέσεις. Η σημαντικότητα του θέματος μας επιβάλλει να αρθούμε πάνω από τους χαρακτηρισμούς- αφορισμούς του «φαύλου πανεπιστημίου» από τη μία πλευρά και της «κρυφής ατζέντας της Κυβέρνησης» από την άλλη, γιατί και οι δύο αναφορές στερούνται νηφαλιότητας, αλλά κυρίως στερούνται αποδεικτικής ισχύος. Γιατί το «φαύλο ελληνικό πανεπιστήμιο» εκπαιδεύει, συχνά σε πρωτόγονες συνθήκες, σπουδαίους φοιτητές, που διαπρέπουν στην εξελιγμένη Εσπερία και εσχάτως και στην Ανατολή, ενώ η «Κυβέρνηση της κρυφής ατζέντας» από την άλλη και «του κομματικού οφέλους» τολμά να θέσει πρώτη –και αυτό πρέπει να το παραδεχθούμε όλοι- συγκροτημένη δέσμη θεμάτων γνωστών και από όλους κρυμμένων για πάρα πολλά χρόνια.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η υπεραξία του νομοσχεδίου κατά τη γνώμη μου δεν βρίσκεται στις προτάσεις-απαντήσεις, αλλά στα ερωτήματα που θέτει και τις έννοιες που προσεγγίζει. Τι εννοούμε όταν λέμε δημόσιο και κοινωνικό χαρακτήρα του Πανεπιστημίου; Τι εννοούμε όταν λέμε αυτοδιοίκητο του Πανεπιστημίου, εάν το Πανεπιστήμιο δεν μπορεί να πάρει αποφάσεις για το μέλλον του, για τα θεσμικά αντίβαρα διοίκησης, τη διαφάνεια, τις απεξαρτήσεις από πάσης φύσεως πάθη στις προσλήψεις και τις εξελίξεις, την αξιολόγηση, τη βαθύτερη έννοια της αυτοδιοίκησης , τις συμφωνίες προγραμματικού σχεδιασμού, τη σύνδεση με εθνικούς και τοπικούς αναπτυξιακούς στόχους, την πολυτυπία και την ταυτότητα –κάτι που μέχρι σήμερα δεν έχει ακουστεί από κανέναν - την αριστεία, την εξωστρέφεια, της διεθνοποίηση;
Αντιστρέφοντάς τα λοιπόν, το νομοσχέδιο τολμά να αγγίζει θέματα διαπλοκών στη διοίκηση που στιγματίζουν άδικα το σύνολο της Κοινότητας, εσωστρεφούς και αδιέξοδης ομοιόμορφης λειτουργίας, δυσπραγίας στη διαχείριση της περιουσίας και γενικότερα των πόρων.
Είμαστε σίγουροι ότι το νομοσχέδιο θα προκαλέσει με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις σε όλα τα θέματα θετικές ανατροπές; Η απάντησή μου ευθέως είναι «όχι, δεν είμαστε σίγουροι». Μπορεί να χαρίσει αέρα δημιουργικής αυτενέργειας χωρίς τη συμμετοχή της πανεπιστημιακής κοινότητας; Σίγουρα όχι. Υπάρχουν φόβοι ανάστροφης πορείας; Υπάρχουν και κανένας δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι όλα θα είναι ρόδινα. Αυτή είναι και η αναφορά μου προς το Υπουργείο. Μπορεί ο δυισμός στη διοίκηση να απομειώσει τις δημοκρατικές διαδικασίες; Μπορεί. Μπορεί η ενίσχυση της Σχολής να οδηγήσει σε ρευστοποίηση επιστημονικών αντικειμένων; Ίσως. Μπορεί το δίπολο από την άλλη πλευρά –αντιστρέφω- της διοίκησης να οδηγήσει σε μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα; Και πάλι ναι. Όπως μπορεί και η ενίσχυση της Σχολής να οδηγήσει σε οικονομία πόρων και σε δημιουργική επιστημονική κινητικότητα. Οι νόμοι έχουν τη δική τους αυταξία, η σημασία όμως, στην εξέλιξη της κοινωνίας βρίσκεται στην ποιότητα εφαρμογής τους.
Πάρα πολύ σύντομα θα ήθελα να κάνω δυο επιμέρους αναφορές πάνω σε αυτό: Συζητώντας, ανάμεσα σε άλλους, με δυο διακεκριμένους επιστήμονες πανεπιστημιακούς σχετικά με το νόμο, αμέτοχοι αμφότεροι διοικητικών ευθυνών, μου τόνισαν ότι και με τον προηγούμενο νόμο και με τον παρόντα, οι ίδιοι θα κάνουν ακριβώς τη δουλειά που έκαναν και δεν θα αλλάξει τίποτα γι’ αυτούς. Βεβαίως, αναφέρθηκαν στις υποδομές, τις αιμομικτικές σχέσεις όχι μόνον με τα κόμματα, αλλά με αυτήν την παράξενη «διακομματική εξουσία», η οποία υπάρχει με όλα τα κόμματα και τις κυβερνήσεις, στις αγκυλώσεις που ακυρώνουν την πρωτοβουλία και την εξωστρέφεια.
Η δεύτερη αναφορά που θέλω να κάνω πολύ σύντομα, είναι ένας αποχαιρετισμός στο ν. 1268, γιατί δεν μπορώ να βλέπω άνθρωποι οι οποίοι λειτούργησαν, υπηρέτησαν, υιοθέτησαν και ενθάρρυναν ακόμα και άνομες συμπεριφορές, σήμερα να βδελύσσονται το ν. 1268.
Ένας μικρός αποχαιρετισμός, λοιπόν.
Συμμετέχοντας ενεργά στο φοιτητικό κίνημα της εποχής και στις εσωτερικές αλλαγές που ήταν απάντηση σε συλλογικά αιτούμενα Δημοκρατίας, οφείλω να αποκαταστήσω προσωπικά, λίγο την αλήθεια για την εποχή, γιατί κάθε εποχή έχει «τη δική της Ελένη».
Ο νόμος έφερε αέρα δημιουργίας στο Πανεπιστήμιο, καθιέρωσε τους τομείς ως χώρους ενδοτμηματικής συνεργασίας με την κατάργηση της έδρας, έκανε την ποιότητα στην οργάνωση και την εκπαιδευτική διαδικασία, υπόθεση όλων. Οι φοιτητικοί σύλλογοι διοργάνωναν εκδηλώσεις με εξωτερικούς επιστήμονες για τα προγράμματα σπουδών. Οργανώναμε ομάδες μελέτης για υποθέσεις λογοκλοπής, εκείνη την εποχή. Αυτά στις αρχές της δεκαετίας του ’80.
Ο ίδιος νόμος την επόμενη εποχή μοιάζει να μετατρέπει τη συμμετοχή σε διαπλοκή, τη συλλογικότητα σε γραφειοκρατία, τη συνεργασία σε συναλλαγή. Φταίει ο νόμος ή η εποχή; Αφού ολόκληρη η επόμενη εποχή και μέχρι τώρα που τα αδιέξοδα μας υποχρεώνουν σε ασκήσεις αυτογνωσίας και αυτοκριτικής, χαρακτηρίστηκε από τον αξιακό Κώδικα του Χρηματιστηρίου, των σχολών των Business Administration παντού και «τρέχα γύρευε», της περιφρόνησης της ελληνικής παγκόσμιας μοναδικότητας της γέννησης των ανθρωπιστικών σπουδών, που δεν τις θεωρούμε αναπτυξιακό εργαλείο και πυλώνα για τη χώρα, της διάλυσης κάθε έννοιας προτύπου και ερευνητικής διαφοροποίησης και βέβαια τη λογική του «κάθε πόλη και ΑΕΙ, κάθε κωμόπολη και ΤΕΙ», για την οποία δεν φέρει κανένας την ευθύνη σε αυτήν την Αίθουσα; Οι ένοχοι καπνός, κανείς. Δεν ξέρω ποιος πήρε τις αποφάσεις για όλα αυτά.
Η χυδαιότητα, λοιπόν, της δημόσιας ζωής άγγιξε τα Πανεπιστήμια, κατόπιν ενεργειών μας και κατόπιν σιωπών μας. Σήμερα βρισκόμαστε προ του κινδύνου να ενοχοποιήσουμε τις έννοιες καθ’ εαυτές, εμείς που τις κακοποιήσαμε και βεβαίως μαζί με τα απόνερα μπορεί να υπάρχει κίνδυνος να πετάξουμε και το παιδί. Γι’ αυτό πρέπει να είμαστε σχολαστικά ειλικρινείς, προσεκτικοί και κατά το δυνατόν εύστοχοι.
Δεν φταίνε οι νεολαίες των κομμάτων για τη διαπλοκή στις εκλογές, γιατί πολύ απλά δεν υπάρχουν κόμματα. Υπάρχουν κάποιοι οι οποίοι κρατούν ξεθωριασμένες σφραγίδες και συναλλάσσονται και υπάρχουν και κάποιοι άλλοι από την άλλη πλευρά που συναλλάσσονται και υπάρχουν και κάποιοι, πολλοί εξ ημών, οι οποίοι σιωπούμε. Γιατί εάν υπήρχαν κόμματα θα υπήρχαν και κομματικές πρυτανικές υποψηφιότητες και το πράγμα θα ήταν περισσότερο απλό.
Μέχρι, λοιπόν, η εποχή να γεννήσει τις δικές της καινούριες συλλογικότητες, έχουμε όλοι χρέος να συνεργαστούμε για τα αυτονόητα. Και με εκατέρωθεν διαφοροποιήσεις, κυρία Υπουργέ, κάνω έκκληση να μην εξαντληθεί η σημερινή συζήτηση άλλη μια φορά σε παράλληλους μονολόγους, για να τελειώνουμε, αλλά να φθάσουμε σε σημεία συνάντησης. Θεωρώ ότι εάν υπάρχουν επιμέρους διαφοροποιήσεις για τις οποίες μπορούμε να μιλήσουμε στα άρθρα, μπορούμε να βρούμε συμφωνίες, να φθάσουμε όχι στο σημείο συμβιβασμού, αλλά στο σημείο της χρυσής τομής. Και πάλι βάση της επιτυχίας θα είναι η διαρκής αξιολόγηση της δυνατότητας εφαρμογής του νόμου που θα ψηφιστεί σήμερα από τη Βουλή. Σε αυτό η ίδια η Βουλή των Ελλήνων πρέπει να έχει το δικό της ρόλο, δηλαδή τη δική της παρακολούθηση στην εφαρμογή του νόμου.
Κυρίες και κύριοι, αγαπητοί συνάδελφοι, και κυρίες Υπουργοί, στην εποχή που όλες οι σταθερές ρευστοποιούνται μέρα με τη μέρα, καμία βεβαιότητα δεν υπάρχει. Ωστόσο η σημερινή ευκαιρία είναι μοναδική και δεν πρέπει να την χάσουμε. Την ευθύνη της συνάντησης την έχουν οι πρυτάνεις, η ΠΟΣΔΕΠ, η ΟΣΕΠ, οι ερευνητές, η πανεπιστημιακή κοινότητα, οι φοιτητές, η Κυβέρνηση και την έχουμε και εμείς εδώ σήμερα στην Βουλή, γιατί είναι ευθύνη όλων μας να αποστούμε από όλους αυτούς τους αμοιβαίους χαρακτηρισμούς και αφορισμούς και να βρούμε αυτά που μας ενώνουν. Και αυτά που μας ενώνουν είναι η Ελλάδα του αύριο.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Δεν μου αρέσει να κρίνω το τι έχει προηγηθεί μέσα στην Αίθουσα της Βουλής, αλλά αισθάνομαι την ανάγκη να δηλώσω πως η αίσθηση της χθεσινής ημέρας είναι ότι για άλλη μια φορά αναλωθήκαμε σε ένα μεγάλο ποσοστό σε παράλληλους μονολόγους. Οι εστιάσεις σε συγκεκριμένα ζητήματα που θα μπορούσαν να μας φέρουν κοντά, γιατί διαφορετικά και να εφαρμοστεί -δεν υπάρχει απειλή της μη εφαρμογής- δεν θα υπάρχει ποιοτική εφαρμογή του νόμου, παραμένουν ακόμη μακριά στον ορίζοντα.
Αγαπητοί συνάδελφοι, κυρία Υπουργέ, η νομοθετική λειτουργία δεν πρέπει να έχει διαβαθμίσεις σε ό,τι αφορά στην ποιότητα, στη διεξοδική προσέγγιση αντικειμένων, στην ευρυχωρία πνεύματος και στη συνάντηση με το διαφορετικό. Τα θέματα, τα αντικείμενα των νόμων έχουν όλα τη δική τους μοναδική σπουδαιότητα. Ωστόσο, χθες και σήμερα συζητάμε για την ελληνική Παιδεία στην ανώτατη λειτουργία της, το ρυθμιστικό πλαίσιο αυτοοργάνωσής της, τις δυνατότητες αυτοεξέλιξης στην εκπαίδευση και την έρευνα και αυτό επιθυμώ να καταθέσω ότι τουλάχιστον εμένα προσωπικά και νομίζω και πάρα πολλούς συναδέλφους, μας βαρύνει με επιπλέον της συνηθισμένης ευθύνη.
Το ίδιο το θέμα, που δεν είναι παρά το μέλλον της χώρας, οι ίδιοι οι συμμέτοχοι της νομοθετικής αυτής πρωτοβουλίας της Κυβέρνησης για αναδιοργάνωση των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, καθηγητές και φοιτητές, ίσως το ισχυρότερο εθνικό μας κεφάλαιο, καθορίζουν και εξωγενώς τη διαδικασία του διαλόγου μέσα στην Αίθουσα της Βουλής. Αυτό, όπως καταλαβαίνετε, είναι μια έκκληση για τη σημερινή ημέρα, για ό,τι δηλαδή θα ακολουθήσει μέχρι το τέλος της ψήφισης του νόμου.
Ούτως ή άλλως, τις ζοφερές ημέρες που περνάμε, οι άγονες αντιπαραθέσεις θεωρούνται πολυτέλεια, αν όχι γραφική και άσκοπη απώλεια δυνάμεων. Βεβαίως, υπάρχουν και οι τεκμηριωμένες απόψεις διαφορετικών προσεγγίσεων, όπως αυτές που σχετίζονται με τη σχολή-τμήμα ή την εφαρμογή, μετά από αρκετά χρόνια, δηλαδή με σημαντική καθυστέρηση των αποφάσεων της Μπολόνια για την οποία δεν έχουμε συγκεκριμένους απολογισμούς για το τι έχει γίνει μέχρι σήμερα.
Είναι όμως, μείζων ανάγκη εθνική να ενώσουμε δυνάμεις και να αποφύγουμε διασπάσεις. Στις ημέρες αυτές, την ημέρα που έμεινε της τελικής συζήτησης του νομοσχεδίου, πρέπει να κερδίσουμε –και θέλω να πιστεύω ότι έχουμε το χρόνο και ας μετράμε ώρες από τώρα μέχρι το τέλος- το χαμένο χρόνο, να κερδίσουμε ακριβώς έναν ολόκληρο χαμένο χρόνο, και να συναντηθούμε, Κυβέρνηση, Βουλή και Πανεπιστημιακή Κοινότητα στο στόχο.
Ποιος είναι ο στόχος; Βελτίωση της ποιότητας, απεξάρτηση της διοίκησης, συνέπεια και εξορθολογισμός στην οργάνωση, αμείλικτος έλεγχος ποιότητας παντού, απενεχοποίηση στην αξιολόγηση, ενίσχυση της συνέργιας και της κινητικότητας, ενθάρρυνση της άμιλλας, επιβράβευση της αριστείας, απελευθέρωση δυνάμεων.
Ποιος διαφωνεί; Κανένας. Για να προχωρήσει όμως, παραγωγικά η συζήτηση προϋποτίθεται η άρση, της αμοιβαίας δυστυχώς, καχυποψίας σχετικά με τις προθέσεις. Η σημαντικότητα του θέματος μας επιβάλλει να αρθούμε πάνω από τους χαρακτηρισμούς- αφορισμούς του «φαύλου πανεπιστημίου» από τη μία πλευρά και της «κρυφής ατζέντας της Κυβέρνησης» από την άλλη, γιατί και οι δύο αναφορές στερούνται νηφαλιότητας, αλλά κυρίως στερούνται αποδεικτικής ισχύος. Γιατί το «φαύλο ελληνικό πανεπιστήμιο» εκπαιδεύει, συχνά σε πρωτόγονες συνθήκες, σπουδαίους φοιτητές, που διαπρέπουν στην εξελιγμένη Εσπερία και εσχάτως και στην Ανατολή, ενώ η «Κυβέρνηση της κρυφής ατζέντας» από την άλλη και «του κομματικού οφέλους» τολμά να θέσει πρώτη –και αυτό πρέπει να το παραδεχθούμε όλοι- συγκροτημένη δέσμη θεμάτων γνωστών και από όλους κρυμμένων για πάρα πολλά χρόνια.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η υπεραξία του νομοσχεδίου κατά τη γνώμη μου δεν βρίσκεται στις προτάσεις-απαντήσεις, αλλά στα ερωτήματα που θέτει και τις έννοιες που προσεγγίζει. Τι εννοούμε όταν λέμε δημόσιο και κοινωνικό χαρακτήρα του Πανεπιστημίου; Τι εννοούμε όταν λέμε αυτοδιοίκητο του Πανεπιστημίου, εάν το Πανεπιστήμιο δεν μπορεί να πάρει αποφάσεις για το μέλλον του, για τα θεσμικά αντίβαρα διοίκησης, τη διαφάνεια, τις απεξαρτήσεις από πάσης φύσεως πάθη στις προσλήψεις και τις εξελίξεις, την αξιολόγηση, τη βαθύτερη έννοια της αυτοδιοίκησης , τις συμφωνίες προγραμματικού σχεδιασμού, τη σύνδεση με εθνικούς και τοπικούς αναπτυξιακούς στόχους, την πολυτυπία και την ταυτότητα –κάτι που μέχρι σήμερα δεν έχει ακουστεί από κανέναν - την αριστεία, την εξωστρέφεια, της διεθνοποίηση;
Αντιστρέφοντάς τα λοιπόν, το νομοσχέδιο τολμά να αγγίζει θέματα διαπλοκών στη διοίκηση που στιγματίζουν άδικα το σύνολο της Κοινότητας, εσωστρεφούς και αδιέξοδης ομοιόμορφης λειτουργίας, δυσπραγίας στη διαχείριση της περιουσίας και γενικότερα των πόρων.
Είμαστε σίγουροι ότι το νομοσχέδιο θα προκαλέσει με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις σε όλα τα θέματα θετικές ανατροπές; Η απάντησή μου ευθέως είναι «όχι, δεν είμαστε σίγουροι». Μπορεί να χαρίσει αέρα δημιουργικής αυτενέργειας χωρίς τη συμμετοχή της πανεπιστημιακής κοινότητας; Σίγουρα όχι. Υπάρχουν φόβοι ανάστροφης πορείας; Υπάρχουν και κανένας δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι όλα θα είναι ρόδινα. Αυτή είναι και η αναφορά μου προς το Υπουργείο. Μπορεί ο δυισμός στη διοίκηση να απομειώσει τις δημοκρατικές διαδικασίες; Μπορεί. Μπορεί η ενίσχυση της Σχολής να οδηγήσει σε ρευστοποίηση επιστημονικών αντικειμένων; Ίσως. Μπορεί το δίπολο από την άλλη πλευρά –αντιστρέφω- της διοίκησης να οδηγήσει σε μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα; Και πάλι ναι. Όπως μπορεί και η ενίσχυση της Σχολής να οδηγήσει σε οικονομία πόρων και σε δημιουργική επιστημονική κινητικότητα. Οι νόμοι έχουν τη δική τους αυταξία, η σημασία όμως, στην εξέλιξη της κοινωνίας βρίσκεται στην ποιότητα εφαρμογής τους.
Πάρα πολύ σύντομα θα ήθελα να κάνω δυο επιμέρους αναφορές πάνω σε αυτό: Συζητώντας, ανάμεσα σε άλλους, με δυο διακεκριμένους επιστήμονες πανεπιστημιακούς σχετικά με το νόμο, αμέτοχοι αμφότεροι διοικητικών ευθυνών, μου τόνισαν ότι και με τον προηγούμενο νόμο και με τον παρόντα, οι ίδιοι θα κάνουν ακριβώς τη δουλειά που έκαναν και δεν θα αλλάξει τίποτα γι’ αυτούς. Βεβαίως, αναφέρθηκαν στις υποδομές, τις αιμομικτικές σχέσεις όχι μόνον με τα κόμματα, αλλά με αυτήν την παράξενη «διακομματική εξουσία», η οποία υπάρχει με όλα τα κόμματα και τις κυβερνήσεις, στις αγκυλώσεις που ακυρώνουν την πρωτοβουλία και την εξωστρέφεια.
Η δεύτερη αναφορά που θέλω να κάνω πολύ σύντομα, είναι ένας αποχαιρετισμός στο ν. 1268, γιατί δεν μπορώ να βλέπω άνθρωποι οι οποίοι λειτούργησαν, υπηρέτησαν, υιοθέτησαν και ενθάρρυναν ακόμα και άνομες συμπεριφορές, σήμερα να βδελύσσονται το ν. 1268.
Ένας μικρός αποχαιρετισμός, λοιπόν.
Συμμετέχοντας ενεργά στο φοιτητικό κίνημα της εποχής και στις εσωτερικές αλλαγές που ήταν απάντηση σε συλλογικά αιτούμενα Δημοκρατίας, οφείλω να αποκαταστήσω προσωπικά, λίγο την αλήθεια για την εποχή, γιατί κάθε εποχή έχει «τη δική της Ελένη».
Ο νόμος έφερε αέρα δημιουργίας στο Πανεπιστήμιο, καθιέρωσε τους τομείς ως χώρους ενδοτμηματικής συνεργασίας με την κατάργηση της έδρας, έκανε την ποιότητα στην οργάνωση και την εκπαιδευτική διαδικασία, υπόθεση όλων. Οι φοιτητικοί σύλλογοι διοργάνωναν εκδηλώσεις με εξωτερικούς επιστήμονες για τα προγράμματα σπουδών. Οργανώναμε ομάδες μελέτης για υποθέσεις λογοκλοπής, εκείνη την εποχή. Αυτά στις αρχές της δεκαετίας του ’80.
Ο ίδιος νόμος την επόμενη εποχή μοιάζει να μετατρέπει τη συμμετοχή σε διαπλοκή, τη συλλογικότητα σε γραφειοκρατία, τη συνεργασία σε συναλλαγή. Φταίει ο νόμος ή η εποχή; Αφού ολόκληρη η επόμενη εποχή και μέχρι τώρα που τα αδιέξοδα μας υποχρεώνουν σε ασκήσεις αυτογνωσίας και αυτοκριτικής, χαρακτηρίστηκε από τον αξιακό Κώδικα του Χρηματιστηρίου, των σχολών των Business Administration παντού και «τρέχα γύρευε», της περιφρόνησης της ελληνικής παγκόσμιας μοναδικότητας της γέννησης των ανθρωπιστικών σπουδών, που δεν τις θεωρούμε αναπτυξιακό εργαλείο και πυλώνα για τη χώρα, της διάλυσης κάθε έννοιας προτύπου και ερευνητικής διαφοροποίησης και βέβαια τη λογική του «κάθε πόλη και ΑΕΙ, κάθε κωμόπολη και ΤΕΙ», για την οποία δεν φέρει κανένας την ευθύνη σε αυτήν την Αίθουσα; Οι ένοχοι καπνός, κανείς. Δεν ξέρω ποιος πήρε τις αποφάσεις για όλα αυτά.
Η χυδαιότητα, λοιπόν, της δημόσιας ζωής άγγιξε τα Πανεπιστήμια, κατόπιν ενεργειών μας και κατόπιν σιωπών μας. Σήμερα βρισκόμαστε προ του κινδύνου να ενοχοποιήσουμε τις έννοιες καθ’ εαυτές, εμείς που τις κακοποιήσαμε και βεβαίως μαζί με τα απόνερα μπορεί να υπάρχει κίνδυνος να πετάξουμε και το παιδί. Γι’ αυτό πρέπει να είμαστε σχολαστικά ειλικρινείς, προσεκτικοί και κατά το δυνατόν εύστοχοι.
Δεν φταίνε οι νεολαίες των κομμάτων για τη διαπλοκή στις εκλογές, γιατί πολύ απλά δεν υπάρχουν κόμματα. Υπάρχουν κάποιοι οι οποίοι κρατούν ξεθωριασμένες σφραγίδες και συναλλάσσονται και υπάρχουν και κάποιοι άλλοι από την άλλη πλευρά που συναλλάσσονται και υπάρχουν και κάποιοι, πολλοί εξ ημών, οι οποίοι σιωπούμε. Γιατί εάν υπήρχαν κόμματα θα υπήρχαν και κομματικές πρυτανικές υποψηφιότητες και το πράγμα θα ήταν περισσότερο απλό.
Μέχρι, λοιπόν, η εποχή να γεννήσει τις δικές της καινούριες συλλογικότητες, έχουμε όλοι χρέος να συνεργαστούμε για τα αυτονόητα. Και με εκατέρωθεν διαφοροποιήσεις, κυρία Υπουργέ, κάνω έκκληση να μην εξαντληθεί η σημερινή συζήτηση άλλη μια φορά σε παράλληλους μονολόγους, για να τελειώνουμε, αλλά να φθάσουμε σε σημεία συνάντησης. Θεωρώ ότι εάν υπάρχουν επιμέρους διαφοροποιήσεις για τις οποίες μπορούμε να μιλήσουμε στα άρθρα, μπορούμε να βρούμε συμφωνίες, να φθάσουμε όχι στο σημείο συμβιβασμού, αλλά στο σημείο της χρυσής τομής. Και πάλι βάση της επιτυχίας θα είναι η διαρκής αξιολόγηση της δυνατότητας εφαρμογής του νόμου που θα ψηφιστεί σήμερα από τη Βουλή. Σε αυτό η ίδια η Βουλή των Ελλήνων πρέπει να έχει το δικό της ρόλο, δηλαδή τη δική της παρακολούθηση στην εφαρμογή του νόμου.
Κυρίες και κύριοι, αγαπητοί συνάδελφοι, και κυρίες Υπουργοί, στην εποχή που όλες οι σταθερές ρευστοποιούνται μέρα με τη μέρα, καμία βεβαιότητα δεν υπάρχει. Ωστόσο η σημερινή ευκαιρία είναι μοναδική και δεν πρέπει να την χάσουμε. Την ευθύνη της συνάντησης την έχουν οι πρυτάνεις, η ΠΟΣΔΕΠ, η ΟΣΕΠ, οι ερευνητές, η πανεπιστημιακή κοινότητα, οι φοιτητές, η Κυβέρνηση και την έχουμε και εμείς εδώ σήμερα στην Βουλή, γιατί είναι ευθύνη όλων μας να αποστούμε από όλους αυτούς τους αμοιβαίους χαρακτηρισμούς και αφορισμούς και να βρούμε αυτά που μας ενώνουν. Και αυτά που μας ενώνουν είναι η Ελλάδα του αύριο.
Σας ευχαριστώ πολύ.